- φορτωτική
- ηαπόδειξη για τη φόρτωση εμπορευμάτων, η οποία περιέχει κατάσταση του συνόλου τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
αγωγιαστήριο — το [αγωγιάζω] έγγραφο σε μορφή επιστολής, που εκδίδεται για σύμβαση μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη και περιέχει όλα τα στοιχεία που καθορίζει ο νόμος ο όρος αγωγιαστήριο έχει πέσει σήμερα σε αχρηστία. Στη θέση … Dictionary of Greek
παραλαβή — η [παραλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλαμβάνω, το να παραλαμβάνει κανείς κάτι (α. «παραλαβή δέματος» β. «παραλαβή εμπορευμάτων») 2. συνεκδ. το μέρος όπου κανείς παραλαμβάνει κάτι («είναι στην παραλαβή» είναι τοποθετημένος στο… … Dictionary of Greek
πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… … Dictionary of Greek
πόλιτσα — η, Ν (διαλ. τ.) 1. φορτωτική 2. συμβόλαιο ασφαλιστικής εταιρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. polizza «δελτίο, απόδειξη»] … Dictionary of Greek
φορτωτής — ο 1. εργάτης που έχει ως έργο του τη φόρτωση εμπορευμάτων. 2. ο ιδιοκτήτης του φορτίου εμπορευμάτων, αυτός που αποστέλλει εμπόρευμα με φορτωτική (βλ. λ.). 3. είδος οχήματος που χρησιμεύει στο φόρτωμα άλλων φορτηγών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φόρτωση. 2. το θηλ. ως ουσ., φορτωτική (βλ. λ.). 3. ο πληθ. του ουδ., φορτωτικά τα έξοδα για τη φόρτωση των εμπορευμάτων, η αμοιβή των φορτωτών, των εργατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)